ἔγκυον

ἔγκυον
ἔγκυος
Epigr Gr.
masc/fem acc sg
ἔγκυος
Epigr Gr.
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έγκυος — η (AM ἔγκυος, ον) το θηλ. ως ουσ. αυτή που έχει συλλάβει κατά τη συνουσία και έχει έμβρυο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυον το έμβρυο* αρχ. 1. γεμάτος, φορτωμένος 2. φρ. «μόρον ἔγκυον» για γυναίκα που πεθαίνει στον τοκετό …   Dictionary of Greek

  • κυηρός — κυηρός, ά, όν (Α) [κυώ] (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυηρόν «ἔγκυον ἁπαλόν, βλαστόν» …   Dictionary of Greek

  • μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως …   Dictionary of Greek

  • πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… …   Dictionary of Greek

  • συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”